γλίσχρως

γλίσχρως
γλίσχρος
sticky
adverbial
γλίσχρος
sticky
masc acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… …   Dictionary of Greek

  • γλίσχρος — α, ο (AM γλίσχρος, α, ον) ανεπαρκής, λιγοστός («γλίσχρος μισθός») αρχ. Ι. 1. κολλώδης, γλοιώδης 2. σκληρός (για ξύλο) 3. αυτός που κολλάει επίμονα σε κάποιον, φορτικός 4. φιλάργυρος 5. πενιχρός, φτωχικός 6. (για πράγματα) μηδαμινός, ανάξιος λόγου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”